τριγυρίστρα

τριγυρίστρα
η
1) слоняющаяся, праздношатающаяся женщина; 2) мед. ногтоеда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τριγυρίστρα" в других словарях:

  • τριγυρίστρα — και τρογυρίστρα, η, Ν 1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της 2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίστρα — η 1. γυναίκα που τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή σε σπίτια, σοκακού. 2. διαπυημένη φλεγμονή γύρω από το νύχι, καλαγκάθι, θεριάγκαθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απασσάλωτος — η, ο (για γυναίκα) ανοικοκύρευτη, ξαπολυμένη, τριγυρίστρα («αι γυναίκες την έλεγαν απασσάλωτη, αναφάνταλη, αστάνευτη» (Παπαδιαμ.) …   Dictionary of Greek

  • μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ …   Dictionary of Greek

  • τρογυρίστρα — η, Ν βλ. τριγυρίστρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»